εξυπηρέτηση
[eksipiˈretisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gefälligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεξυπηρέτηση χάρηDienstαρσενικό | Maskulinum, männlich mεξυπηρέτηση χάρηεξυπηρέτηση χάρη
- Bedienungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξυπηρέτηση του πελάτηεξυπηρέτηση του πελάτη
- Serviceαρσενικό | Maskulinum, männlich mεξυπηρέτηση σε ξενοδοχείοεξυπηρέτηση σε ξενοδοχείο
examples
- εξυπηρέτηση πελατώνKundenserviceαρσενικό | Maskulinum, männlich mKundendienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εξυπηρέτηση σε φίλοFreundschaftsdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m