εξπρεσιονιστικός
[ekspresionistiˈkos], εξπρεσιονιστική, εξπρεσιονιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- expressionistischεξπρεσιονιστικόςεξπρεσιονιστικός
Thank you for your feedback!