„εξοπλισμένος“ εξοπλισμένος [eksoplizˈmenos], εξοπλισμένη, εξοπλισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausgerüstet ausgerüstet εξοπλισμένος εξοπλισμένος