„εξοικειώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εξοικειώνομαι [eksikjiˈonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich vertraut machen sich vertraut machen (με mit) εξοικειώνομαι εξοικειώνομαι