„εξισορροπώ“: αμετάβατο ρήμα εξισορροπώ [eksisoroˈpo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich einpendeln sich einpendeln εξισορροπώ εξισορροπώ