„εξευγενίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εξευγενίζομαι [eksevjeˈnizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verfeinern sich verfeinern εξευγενίζομαι εξευγενίζομαι