εξεταστικός
[eksetastiˈkos], εξεταστική, εξεταστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Prüfungs-εξεταστικός σχετικός με εξετάσειςεξεταστικός σχετικός με εξετάσεις
- prüfendεξεταστικός βλέμμαεξεταστικός βλέμμα
examples
- εξεταστική επιτροπήθηλυκό | Femininum, weiblich fPrüfungsausschussαρσενικό | Maskulinum, männlich mPrüfungskommissionθηλυκό | Femininum, weiblich f