„εξερεύνηση“: θηλυκό εξερεύνηση [ekseˈrevnisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erforschung Erforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξερεύνηση εξερεύνηση