„εξαναγκασμός“: αρσενικό εξαναγκασμός [eksanaŋgazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nötigung, Zwang Nötigungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξαναγκασμός Zwangαρσενικό | Maskulinum, männlich m εξαναγκασμός εξαναγκασμός