„εξαναγκάζω“: μεταβατικό ρήμα εξαναγκάζω [eksanaŋˈgazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nötigen, zwingen nötigen, zwingen εξαναγκάζω εξαναγκάζω