εξαγοράζω
[eksaɣoˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- bestechenεξαγοράζω δωροδοκώεξαγοράζω δωροδοκώ
- erkaufenεξαγοράζω μάρτυραεξαγοράζω μάρτυρα
- freikaufen, loskaufenεξαγοράζω κρατούμενοεξαγοράζω κρατούμενο