„εξαίρετος“ εξαίρετος [eˈkseretos], εξαίρετη, εξαίρετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausgezeichnet, exzellent ausgezeichnet, exzellent εξαίρετος εξαίρετος