εξάρθρωση
[eˈksarθrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verrenkungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάρθρωσηAusrenkungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάρθρωσηεξάρθρωση
- Zerschlagungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάρθρωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεξάρθρωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ