εξάπλωση
[eˈksaplosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ausbreitungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάπλωση διάδοσηVerbreitungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάπλωση διάδοσηεξάπλωση διάδοση