„εξάντληση“: θηλυκό εξάντληση [eˈksandlisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erschöpfung Erschöpfungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξάντληση κούραση εξάντληση κούραση