εντοπισμός
[endopizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lokalisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fεντοπισμόςOrtungθηλυκό | Femininum, weiblich fεντοπισμόςεντοπισμός
- Peilungθηλυκό | Femininum, weiblich fεντοπισμός υποβρυχίων, δεκτών ραδιοφώνουνεντοπισμός υποβρυχίων, δεκτών ραδιοφώνουν