εντιμότητα
[endiˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ehrbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεντιμότηταEhrlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεντιμότηταεντιμότητα