„εντείνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εντείνομαι [enˈdinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verschärfen sich verschärfen εντείνομαι εντείνομαι