εντάσσομαι
[enˈdasome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beitreten (σεδοτική | Dativ dat)εντάσσομαι στην Ε.Ε. κτλεντάσσομαι στην Ε.Ε. κτλ
- sich integrieren (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)εντάσσομαι στην κοινωνίαεντάσσομαι στην κοινωνία