„ενστικτώδης“ ενστικτώδης [enstikˈtoðis], ενστικτης, ενστικτεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) instinktiv instinktiv ενστικτώδης ενστικτώδης