ενσταντανέ
[enstandaˈne]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schnappschussαρσενικό | Maskulinum, männlich mενσταντανέ φωτογραφία | Fotografieφωτοενσταντανέ φωτογραφία | Fotografieφωτο