ενοικίαση
[eniˈkjiasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mietenουδέτερο | Neutrum, sächlich nενοικίαση μίσθωσηενοικίαση μίσθωση
- Vermietungθηλυκό | Femininum, weiblich fενοικίαση εκμίσθωσηενοικίαση εκμίσθωση
- Verleihαρσενικό | Maskulinum, männlich mενοικίαση δανεισμόςενοικίαση δανεισμός
examples
- ενοικίαση αυτοκινήτωνAutovermietungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ενοικίαση ποδηλάτωνFahrradverleihαρσενικό | Maskulinum, männlich m