„εννέα“: αριθμητικό εννέα [eˈnea]αριθμητικό | Numerale, Zahlwort num, εννιά [eˈɲa] Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) neun neun εννέα εννέα „εννέα“: ουδέτερο εννέα [eˈnea]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Neun Neunθηλυκό | Femininum, weiblich f εννέα εννέα examples εννέα χιλιάδες neuntausend εννέα χιλιάδες