ενεργειακός
[enerjiaˈkos], ενεργειακή, ενεργειακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ενεργειακή πολιτικήθηλυκό | Femininum, weiblich fEnergiepolitikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ενεργειακό ποτόουδέτερο | Neutrum, sächlich nEnergydrinkαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ενεργειακό πρόβλημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nEnergieproblemουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples