„ενενηντάρης“: αρσενικό ενενηντάρης [eneninˈdaris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Neunzigjähriger Neunzigjährigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ενενηντάρης ενενηντάρης