„ενενηκοστός“ ενενηκοστός [enenikosˈtos], ενενηκοστή, ενενηκοστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) neunzigste neunzigste(r) ενενηκοστός ενενηκοστός