„ενδορηγνύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ενδορηγνύομαι [enðoriˈɣniome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) implodieren implodieren ενδορηγνύομαι ενδορηγνύομαι