„ενδοιαστικός“ ενδοιαστικός [enðiastiˈkos], ενδοιαστική, ενδοιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zögernd, schwankend zögernd, schwankend ενδοιαστικός ενδοιαστικός