„ενδελεχής“ ενδελεχής [enðeleˈçis], ενδελεχής, ενδελεχέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) diensteifrig diensteifrig ενδελεχής ενδελεχής