„εναλλάσσομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εναλλάσσομαι [enaˈlasome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich abwechseln sich abwechseln εναλλάσσομαι εναλλάσσομαι