„εναλλάξιμος“ εναλλάξιμος [enaˈlaksimos], εναλλάξιμη, εναλλάξιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) austauschbar austauschbar εναλλάξιμος εναλλάξιμος