ενήλικος
[eˈnilikos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ενήλικη, ενήλικοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mündig, volljährigενήλικοςενήλικος
ενήλικος
[eˈnilikos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)