„εμψυχωτικός“ εμψυχωτικός [empsixotiˈkos], εμψυχωτική, εμψυχωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) motivationsfördernd motivationsfördernd εμψυχωτικός εμψυχωτικός