„εμφυτεύω“: μεταβατικό ρήμα εμφυτεύω [emfiˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einpflanzen einpflanzen εμφυτεύω ιατρική | Medizinιατρ εμφυτεύω ιατρική | Medizinιατρ