„εμπρηστής“: αρσενικό εμπρηστής [embrisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brandstifter Brandstifterαρσενικό | Maskulinum, männlich m εμπρηστής εμπρηστής