„εμπλέκω“: μεταβατικό ρήμα εμπλέκω [emˈbleko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einhaken einhaken εμπλέκω τεχνική | Technikτεχν εμπλέκω τεχνική | Technikτεχν