„εμπιστευτικά“: επίρρημα εμπιστευτικά [embisteftiˈka]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vertraulich, im Vertrauen vertraulich, im Vertrauen εμπιστευτικά εμπιστευτικά