εμπειρία
[embiˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erfahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fεμπειρίαεμπειρία
- Erlebnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nεμπειρία γεγονόςεμπειρία γεγονός
examples
- εμπειρία σταθμός ψυχολογία | PsychologieψυχολSchlüsselerlebnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n