„εμμηνόπαυση“: θηλυκό εμμηνόπαυση [emiˈnopafsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Menopause Menopauseθηλυκό | Femininum, weiblich f εμμηνόπαυση εμμηνόπαυση examples μπαίνω στην εμμηνόπαυση in die Wechseljahre kommen μπαίνω στην εμμηνόπαυση