„ελιξίριο“: ουδέτερο ελιξίριο [eliˈksirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Elixier Elixierουδέτερο | Neutrum, sächlich n ελιξίριο ελιξίριο