„ελαιοτριβείο“: ουδέτερο ελαιοτριβείο [eleotriˈvio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ölpresse Ölpresseθηλυκό | Femininum, weiblich f ελαιοτριβείο ελαιοτριβείο