„ελαιογραφία“: θηλυκό ελαιογραφία [eleoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ölgemälde, Ölmalerei Ölgemäldeουδέτερο | Neutrum, sächlich n ελαιογραφία Ölmalereiθηλυκό | Femininum, weiblich f ελαιογραφία ελαιογραφία