„εκφυλίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εκφυλίζομαι [ekfiˈlizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entarten, degenerieren entarten, degenerieren εκφυλίζομαι εκφυλίζομαι