εκτροφέας
[ektroˈfeas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Züchterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεκτροφέαςεκτροφέας
examples
- εκτροφέας αλόγωνPferdezüchterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -züchterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκτροφέας σκύλωνHundezüchterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -züchterinθηλυκό | Femininum, weiblich f