„εκσκαφέας“: αρσενικό εκσκαφέας [ekskaˈfeas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-είς> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bagger Baggerαρσενικό | Maskulinum, männlich m εκσκαφέας εκσκαφέας