„εκπληκτικός“ εκπληκτικός [ekpliktiˈkos], εκπληκτική, εκπληκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erstaunlich, wunderbar erstaunlich, wunderbar εκπληκτικός εκπληκτικός