„εκπατρισμός“: αρσενικό εκπατρισμός [ekpatrizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aussiedlung Aussiedlungθηλυκό | Femininum, weiblich f εκπατρισμός εκπατρισμός