εκπαιδεύω
[ekpeˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausbildenεκπαιδεύω μορφώνωεκπαιδεύω μορφώνω
- schulenεκπαιδεύω μάτια, μνήμη, ακοήεκπαιδεύω μάτια, μνήμη, ακοή
- anlernenεκπαιδεύω σε ορισμένη εργασίαεκπαιδεύω σε ορισμένη εργασία
- erziehenεκπαιδεύω ανατρέφωεκπαιδεύω ανατρέφω
- dressierenεκπαιδεύω ζώοεκπαιδεύω ζώο
- zureitenεκπαιδεύω άλογοεκπαιδεύω άλογο