„εκπαιδεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εκπαιδεύομαι [ekpeˈðevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) qualifizieren, sich ausbilden qualifizieren, sich ausbilden εκπαιδεύομαι εκπαιδεύομαι