εκπαιδευόμενος
[ekpeðeˈvomenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nachwuchsspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκπαιδευόμενος αθλητισμός | Sportαθλεκπαιδευόμενος αθλητισμός | Sportαθλ
examples
- εκπαιδευόμενος πιλότοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFlugschülerαρσενικό | Maskulinum, männlich m